- παραδιώκω
- Αβλ. παραδιώχνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια … Dictionary of Greek
παραδιώχνω — Ν, παραδιώκω Α [διώχνω / διώκω] νεοελλ. διώχνω, συνήθως με τρόπο δυσάρεστο ή μειωτικό («μη μέ μαλώνεις βρε πουλί και μη μέ παραδιώχνεις», δημοτ. τραγ.) αρχ. 1. απορρίπτω 2. καταδιώκω 3. παθ. παραδιώκομαι ακολουθώ με πολύ γρήγορη διαδοχή … Dictionary of Greek